Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποζοφόεις
ὑποζυγέω
ὑποζυγή
ὑποζύγιον
ὑποζυγιώδης
ὑπόζυγος
ὑποζυγόω
ὑποζυμόομαι
ὑποζωγραφέω
ὑπόζωμα
ὑποζώνη
ὑποζώνιος
ὑποζώννυμι
ὑποθάλπω
ὑποθαρρέω
ὑποθειάζω
ὑπόθεμα
ὑποθεματιαῖος
ὑποθέναρ
ὑποθεραπεύω
ὑποθερμαίνω
View word page
ὑποζώνη
girdle
ShortDef
girdle
Debugging
Headword:
ὑποζώνη
Headword (normalized):
ὑποζώνη
Headword (normalized/stripped):
υποζωνη
IDX:
91744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91745
Key:
Data
{'content': 'girdle'}