Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζητέω
ὑποζοφόεις
ὑποζυγέω
ὑποζυγή
ὑποζύγιον
ὑποζυγιώδης
ὑπόζυγος
ὑποζυγόω
ὑποζυμόομαι
ὑποζωγραφέω
ὑπόζωμα
ὑποζώνη
ὑποζώνιος
ὑποζώννυμι
ὑποθάλπω
ὑποθαρρέω
ὑποθειάζω
ὑπόθεμα
ὑποθεματιαῖος
View word page
ὑποζυμόομαι
ferment slightly

ShortDef

ferment slightly

Debugging

Headword:
ὑποζυμόομαι
Headword (normalized):
ὑποζυμόομαι
Headword (normalized/stripped):
υποζυμοομαι
IDX:
91741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91742
Key:

Data

{'content': 'ferment slightly'}