Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικός
ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζητέω
ὑποζοφόεις
ὑποζυγέω
ὑποζυγή
ὑποζύγιον
ὑποζυγιώδης
ὑπόζυγος
ὑποζυγόω
ὑποζυμόομαι
ὑποζωγραφέω
ὑπόζωμα
ὑποζώνη
ὑποζώνιος
ὑποζώννυμι
View word page
ὑποζυγή
enslavement

ShortDef

enslavement

Debugging

Headword:
ὑποζυγή
Headword (normalized):
ὑποζυγή
Headword (normalized/stripped):
υποζυγη
IDX:
91736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91737
Key:

Data

{'content': 'enslavement'}