Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδώριος
ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικός
ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζητέω
ὑποζοφόεις
ὑποζυγέω
ὑποζυγή
ὑποζύγιον
ὑποζυγιώδης
ὑπόζυγος
ὑποζυγόω
ὑποζυμόομαι
ὑποζωγραφέω
ὑπόζωμα
ὑποζώνη
ὑποζώνιος
View word page
ὑποζυγέω
to be a ὑποζύγιον
ShortDef
to be a ὑποζύγιον
Debugging
Headword:
ὑποζυγέω
Headword (normalized):
ὑποζυγέω
Headword (normalized/stripped):
υποζυγεω
IDX:
91735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91736
Key:
Data
{'content': 'to be a ὑποζύγιον'}