Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικός
ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζητέω
ὑποζοφόεις
ὑποζυγέω
ὑποζυγή
ὑποζύγιον
ὑποζυγιώδης
ὑπόζυγος
ὑποζυγόω
ὑποζυμόομαι
ὑποζωγραφέω
View word page
ὑποζέω
ferment a little, begin to ferment
ShortDef
ferment a little, begin to ferment
Debugging
Headword:
ὑποζέω
Headword (normalized):
ὑποζέω
Headword (normalized/stripped):
υποζεω
IDX:
91732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91733
Key:
Data
{'content': 'ferment a little, begin to ferment'}