Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικός
ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζητέω
ὑποζοφόεις
ὑποζυγέω
ὑποζυγή
ὑποζύγιον
ὑποζυγιώδης
ὑπόζυγος
ὑποζυγόω
ὑποζυμόομαι
View word page
ὑπόζευξις
a subjoining

ShortDef

a subjoining

Debugging

Headword:
ὑπόζευξις
Headword (normalized):
ὑπόζευξις
Headword (normalized/stripped):
υποζευξις
IDX:
91731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91732
Key:

Data

{'content': 'a subjoining'}