Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικός
ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζητέω
ὑποζοφόεις
ὑποζυγέω
ὑποζυγή
ὑποζύγιον
ὑποζυγιώδης
ὑπόζυγος
ὑποζυγόω
View word page
ὑποζευκτικός
subordinating

ShortDef

subordinating

Debugging

Headword:
ὑποζευκτικός
Headword (normalized):
ὑποζευκτικός
Headword (normalized/stripped):
υποζευκτικος
IDX:
91730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91731
Key:

Data

{'content': 'subordinating'}