Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδύσφορος
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικός
ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζητέω
ὑποζοφόεις
ὑποζυγέω
ὑποζυγή
ὑποζύγιον
ὑποζυγιώδης
ὑπόζυγος
View word page
ὑποζεύγνυμι
to yoke under, put under the yoke
ShortDef
to yoke under, put under the yoke
Debugging
Headword:
ὑποζεύγνυμι
Headword (normalized):
ὑποζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
υποζευγνυμι
IDX:
91729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91730
Key:
Data
{'content': 'to yoke under, put under the yoke'}