Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδυσφορέω
ὑποδύσφορος
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικός
ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζητέω
ὑποζοφόεις
ὑποζυγέω
ὑποζυγή
ὑποζύγιον
ὑποζυγιώδης
View word page
ὑποζάκορος
an under-priest
ShortDef
an under-priest
Debugging
Headword:
ὑποζάκορος
Headword (normalized):
ὑποζάκορος
Headword (normalized/stripped):
υποζακορος
IDX:
91728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91729
Key:
Data
{'content': 'an under-priest'}