Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδύστροπος
ὑποδυσφορέω
ὑποδύσφορος
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικός
ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζητέω
ὑποζοφόεις
ὑποζυγέω
ὑποζυγή
ὑποζύγιον
View word page
ὑποεργεπιστάτης
sub-overseer of works, LW

ShortDef

sub-overseer of works, LW

Debugging

Headword:
ὑποεργεπιστάτης
Headword (normalized):
ὑποεργεπιστάτης
Headword (normalized/stripped):
υποεργεπιστατης
IDX:
91727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91728
Key:

Data

{'content': 'sub-overseer of works, LW'}