Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδύομαι
ὑπόδυσις
ὑποδύσκολος
ὑποδύστροπος
ὑποδυσφορέω
ὑποδύσφορος
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικός
ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζητέω
ὑποζοφόεις
View word page
ὑποδύω
to put on under

ShortDef

to put on under

Debugging

Headword:
ὑποδύω
Headword (normalized):
ὑποδύω
Headword (normalized/stripped):
υποδυω
IDX:
91724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91725
Key:

Data

{'content': 'to put on under'}