Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδρώω
ὑπόδυμα
ὑποδύομαι
ὑπόδυσις
ὑποδύσκολος
ὑποδύστροπος
ὑποδυσφορέω
ὑποδύσφορος
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικός
ὑπόζευξις
ὑποζέω
View word page
ὑποδυτήριον
coves

ShortDef

coves

Debugging

Headword:
ὑποδυτήριον
Headword (normalized):
ὑποδυτήριον
Headword (normalized/stripped):
υποδυτηριον
IDX:
91722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91723
Key:

Data

{'content': 'coves'}