Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόδροσος
ὑποδρώω
ὑπόδυμα
ὑποδύομαι
ὑπόδυσις
ὑποδύσκολος
ὑποδύστροπος
ὑποδυσφορέω
ὑποδύσφορος
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικός
ὑπόζευξις
View word page
ὑποδυσωπέομαι
look somewhat askance at

ShortDef

look somewhat askance at

Debugging

Headword:
ὑποδυσωπέομαι
Headword (normalized):
ὑποδυσωπέομαι
Headword (normalized/stripped):
υποδυσωπεομαι
IDX:
91721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91722
Key:

Data

{'content': 'look somewhat askance at'}