Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόδρομος2
ὑπόδροσος
ὑποδρώω
ὑπόδυμα
ὑποδύομαι
ὑπόδυσις
ὑποδύσκολος
ὑποδύστροπος
ὑποδυσφορέω
ὑποδύσφορος
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικός
View word page
ὑποδυσώδης
somewhat rank-smelling

ShortDef

somewhat rank-smelling

Debugging

Headword:
ὑποδυσώδης
Headword (normalized):
ὑποδυσώδης
Headword (normalized/stripped):
υποδυσωδης
IDX:
91720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91721
Key:

Data

{'content': 'somewhat rank-smelling'}