Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιρρέω
ἀντιρρήγνυμι
ἀντίρρησις
ἀντιρρητέον
ἀντιρρητικός
ἀντιρρητορεύω
ἀντίρρινον
ἀντίρροια
ἀντιρροπή
ἀντιρροπία
ἀντίρροπος
ἀντίρρους
ἀντίς
ἀντισάζω
ἀντισέβομαι
ἀντισεμνύνομαι
ἀντίσηκος
ἀντισηκόω
ἀντισήκωμα
ἀντισήκωσις
ἀντισημαίνω
View word page
ἀντίρροπος
counterpoising, compensating for
ShortDef
counterpoising, compensating for
Debugging
Headword:
ἀντίρροπος
Headword (normalized):
ἀντίρροπος
Headword (normalized/stripped):
αντιρροπος
IDX:
9171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9172
Key:
Data
{'content': 'counterpoising, compensating for'}