Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδρομος2
ὑπόδροσος
ὑποδρώω
ὑπόδυμα
ὑποδύομαι
ὑπόδυσις
ὑποδύσκολος
ὑποδύστροπος
ὑποδυσφορέω
ὑποδύσφορος
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
ὑποζάκορος
View word page
ὑποδυσφορέω
to be somewhat restless

ShortDef

to be somewhat restless

Debugging

Headword:
ὑποδυσφορέω
Headword (normalized):
ὑποδυσφορέω
Headword (normalized/stripped):
υποδυσφορεω
IDX:
91718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91719
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat restless'}