Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόδριμυς
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδρομος2
ὑπόδροσος
ὑποδρώω
ὑπόδυμα
ὑποδύομαι
ὑπόδυσις
ὑποδύσκολος
ὑποδύστροπος
ὑποδυσφορέω
ὑποδύσφορος
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποεικτός
ὑποεργεπιστάτης
View word page
ὑποδύστροπος
somewhat stubborn

ShortDef

somewhat stubborn

Debugging

Headword:
ὑποδύστροπος
Headword (normalized):
ὑποδύστροπος
Headword (normalized/stripped):
υποδυστροπος
IDX:
91717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91718
Key:

Data

{'content': 'somewhat stubborn'}