Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδρηστήρ
ὑπόδριμυς
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδρομος2
ὑπόδροσος
ὑποδρώω
ὑπόδυμα
ὑποδύομαι
ὑπόδυσις
ὑποδύσκολος
ὑποδύστροπος
ὑποδυσφορέω
ὑποδύσφορος
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποεικτός
View word page
ὑποδύσκολος
rather awkward

ShortDef

rather awkward

Debugging

Headword:
ὑποδύσκολος
Headword (normalized):
ὑποδύσκολος
Headword (normalized/stripped):
υποδυσκολος
IDX:
91716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91717
Key:

Data

{'content': 'rather awkward'}