Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδράσσομαι
ὑποδράω
ὑποδρηστήρ
ὑπόδριμυς
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδρομος2
ὑπόδροσος
ὑποδρώω
ὑπόδυμα
ὑποδύομαι
ὑπόδυσις
ὑποδύσκολος
ὑποδύστροπος
ὑποδυσφορέω
ὑποδύσφορος
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
View word page
ὑποδύομαι
to slip in under, to put on

ShortDef

to slip in under, to put on

Debugging

Headword:
ὑποδύομαι
Headword (normalized):
ὑποδύομαι
Headword (normalized/stripped):
υποδυομαι
IDX:
91714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91715
Key:

Data

{'content': 'to slip in under, to put on'}