Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόδοχον
ὑπόδρα
ὑποδράσσομαι
ὑποδράω
ὑποδρηστήρ
ὑπόδριμυς
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδρομος2
ὑπόδροσος
ὑποδρώω
ὑπόδυμα
ὑποδύομαι
ὑπόδυσις
ὑποδύσκολος
ὑποδύστροπος
ὑποδυσφορέω
ὑποδύσφορος
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
View word page
ὑποδρώω
to serve (see ὑποδράω)

ShortDef

to serve (see ὑποδράω)

Debugging

Headword:
ὑποδρώω
Headword (normalized):
ὑποδρώω
Headword (normalized/stripped):
υποδρωω
IDX:
91712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91713
Key:

Data

{'content': 'to serve (see ὑποδράω)'}