Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόδουπος
ὑποδοχεῖον
ὑποδοχεύς
ὑποδοχή
ὑπόδοχον
ὑπόδρα
ὑποδράσσομαι
ὑποδράω
ὑποδρηστήρ
ὑπόδριμυς
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδρομος2
ὑπόδροσος
ὑποδρώω
ὑπόδυμα
ὑποδύομαι
ὑπόδυσις
ὑποδύσκολος
ὑποδύστροπος
ὑποδυσφορέω
View word page
ὑποδρομή
a running under

ShortDef

a running under

Debugging

Headword:
ὑποδρομή
Headword (normalized):
ὑποδρομή
Headword (normalized/stripped):
υποδρομη
IDX:
91708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91709
Key:

Data

{'content': 'a running under'}