Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόδοσις
ὑπόδουπος
ὑποδοχεῖον
ὑποδοχεύς
ὑποδοχή
ὑπόδοχον
ὑπόδρα
ὑποδράσσομαι
ὑποδράω
ὑποδρηστήρ
ὑπόδριμυς
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδρομος2
ὑπόδροσος
ὑποδρώω
ὑπόδυμα
ὑποδύομαι
ὑπόδυσις
ὑποδύσκολος
ὑποδύστροπος
View word page
ὑπόδριμυς
somewhat acrid

ShortDef

somewhat acrid

Debugging

Headword:
ὑπόδριμυς
Headword (normalized):
ὑπόδριμυς
Headword (normalized/stripped):
υποδριμυς
IDX:
91707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91708
Key:

Data

{'content': 'somewhat acrid'}