Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδορά
ὑπόδοσις
ὑπόδουπος
ὑποδοχεῖον
ὑποδοχεύς
ὑποδοχή
ὑπόδοχον
ὑπόδρα
ὑποδράσσομαι
ὑποδράω
ὑποδρηστήρ
ὑπόδριμυς
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδρομος2
ὑπόδροσος
ὑποδρώω
ὑπόδυμα
ὑποδύομαι
ὑπόδυσις
ὑποδύσκολος
View word page
ὑποδρηστήρ
an under-servant, attendant, assistant

ShortDef

an under-servant, attendant, assistant

Debugging

Headword:
ὑποδρηστήρ
Headword (normalized):
ὑποδρηστήρ
Headword (normalized/stripped):
υποδρηστηρ
IDX:
91706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91707
Key:

Data

{'content': 'an under-servant, attendant, assistant'}