Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδίψιος
ὑπόδιψος
ὑποδμώς
ὑποδόκιον
ὑποδομή
ὑποδόντιος
ὑπόδοξος
ὑποδορά
ὑπόδοσις
ὑπόδουπος
ὑποδοχεῖον
ὑποδοχεύς
ὑποδοχή
ὑπόδοχον
ὑπόδρα
ὑποδράσσομαι
ὑποδράω
ὑποδρηστήρ
ὑπόδριμυς
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
View word page
ὑποδοχεῖον
reservoir, warehouse, entrepôt

ShortDef

reservoir, warehouse, entrepôt

Debugging

Headword:
ὑποδοχεῖον
Headword (normalized):
ὑποδοχεῖον
Headword (normalized/stripped):
υποδοχειον
IDX:
91699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91700
Key:

Data

{'content': 'reservoir, warehouse, entrepôt'}