Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιπυρσεύω
ἀντιρρέπω
ἀντιρρέω
ἀντιρρήγνυμι
ἀντίρρησις
ἀντιρρητέον
ἀντιρρητικός
ἀντιρρητορεύω
ἀντίρρινον
ἀντίρροια
ἀντιρροπή
ἀντιρροπία
ἀντίρροπος
ἀντίρρους
ἀντίς
ἀντισάζω
ἀντισέβομαι
ἀντισεμνύνομαι
ἀντίσηκος
ἀντισηκόω
ἀντισήκωμα
View word page
ἀντιρροπή
counterpoise
ShortDef
counterpoise
Debugging
Headword:
ἀντιρροπή
Headword (normalized):
ἀντιρροπή
Headword (normalized/stripped):
αντιρροπη
IDX:
9169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9170
Key:
Data
{'content': 'counterpoise'}