Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδιοικητής
ὑποδιπλάσιος
ὑποδιπλόω
ὑποδίπλωσις
ὑποδίφθερος
ὑποδιψάω
ὑποδίψιος
ὑπόδιψος
ὑποδμώς
ὑποδόκιον
ὑποδομή
ὑποδόντιος
ὑπόδοξος
ὑποδορά
ὑπόδοσις
ὑπόδουπος
ὑποδοχεῖον
ὑποδοχεύς
ὑποδοχή
ὑπόδοχον
ὑπόδρα
View word page
ὑποδομή
supporting wall

ShortDef

supporting wall

Debugging

Headword:
ὑποδομή
Headword (normalized):
ὑποδομή
Headword (normalized/stripped):
υποδομη
IDX:
91693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91694
Key:

Data

{'content': 'supporting wall'}