Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
ὑποδιοικητής
ὑποδιπλάσιος
ὑποδιπλόω
ὑποδίπλωσις
ὑποδίφθερος
ὑποδιψάω
ὑποδίψιος
ὑπόδιψος
ὑποδμώς
ὑποδόκιον
ὑποδομή
ὑποδόντιος
ὑπόδοξος
ὑποδορά
ὑπόδοσις
ὑπόδουπος
ὑποδοχεῖον
ὑποδοχεύς
ὑποδοχή
View word page
ὑποδμώς
an under-servant

ShortDef

an under-servant

Debugging

Headword:
ὑποδμώς
Headword (normalized):
ὑποδμώς
Headword (normalized/stripped):
υποδμως
IDX:
91691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91692
Key:

Data

{'content': 'an under-servant'}