Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
ὑποδιοικητής
ὑποδιπλάσιος
ὑποδιπλόω
ὑποδίπλωσις
ὑποδίφθερος
ὑποδιψάω
ὑποδίψιος
ὑπόδιψος
ὑποδμώς
ὑποδόκιον
ὑποδομή
ὑποδόντιος
ὑπόδοξος
ὑποδορά
ὑπόδοσις
ὑπόδουπος
View word page
ὑποδιψάω
to be somewhat thirsty

ShortDef

to be somewhat thirsty

Debugging

Headword:
ὑποδιψάω
Headword (normalized):
ὑποδιψάω
Headword (normalized/stripped):
υποδιψαω
IDX:
91688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91689
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat thirsty'}