Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
ὑποδιοικητής
ὑποδιπλάσιος
ὑποδιπλόω
ὑποδίπλωσις
ὑποδίφθερος
ὑποδιψάω
ὑποδίψιος
ὑπόδιψος
ὑποδμώς
ὑποδόκιον
ὑποδομή
ὑποδόντιος
ὑπόδοξος
ὑποδορά
ὑπόδοσις
View word page
ὑποδίφθερος
clothed in skins

ShortDef

clothed in skins

Debugging

Headword:
ὑποδίφθερος
Headword (normalized):
ὑποδίφθερος
Headword (normalized/stripped):
υποδιφθερος
IDX:
91687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91688
Key:

Data

{'content': 'clothed in skins'}