Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
ὑποδιοικητής
ὑποδιπλάσιος
ὑποδιπλόω
ὑποδίπλωσις
ὑποδίφθερος
ὑποδιψάω
ὑποδίψιος
ὑπόδιψος
ὑποδμώς
ὑποδόκιον
ὑποδομή
ὑποδόντιος
ὑπόδοξος
ὑποδορά
View word page
ὑποδίπλωσις
a fold
ShortDef
a fold
Debugging
Headword:
ὑποδίπλωσις
Headword (normalized):
ὑποδίπλωσις
Headword (normalized/stripped):
υποδιπλωσις
IDX:
91686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91687
Key:
Data
{'content': 'a fold'}