Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδιάφορος
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
ὑποδιοικητής
ὑποδιπλάσιος
ὑποδιπλόω
ὑποδίπλωσις
ὑποδίφθερος
ὑποδιψάω
ὑποδίψιος
ὑπόδιψος
ὑποδμώς
ὑποδόκιον
ὑποδομή
ὑποδόντιος
ὑπόδοξος
View word page
ὑποδιπλόω
duplico

ShortDef

duplico

Debugging

Headword:
ὑποδιπλόω
Headword (normalized):
ὑποδιπλόω
Headword (normalized/stripped):
υποδιπλοω
IDX:
91685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91686
Key:

Data

{'content': 'duplico'}