Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
ὑποδιοικητής
ὑποδιπλάσιος
ὑποδιπλόω
ὑποδίπλωσις
ὑποδίφθερος
ὑποδιψάω
ὑποδίψιος
ὑπόδιψος
ὑποδμώς
ὑποδόκιον
View word page
ὑποδινέομαι
become dizzy

ShortDef

become dizzy

Debugging

Headword:
ὑποδινέομαι
Headword (normalized):
ὑποδινέομαι
Headword (normalized/stripped):
υποδινεομαι
IDX:
91682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91683
Key:

Data

{'content': 'become dizzy'}