Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
ὑποδιοικητής
ὑποδιπλάσιος
ὑποδιπλόω
ὑποδίπλωσις
ὑποδίφθερος
ὑποδιψάω
ὑποδίψιος
ὑπόδιψος
View word page
ὑπόδικος
brought to trial

ShortDef

brought to trial

Debugging

Headword:
ὑπόδικος
Headword (normalized):
ὑπόδικος
Headword (normalized/stripped):
υποδικος
IDX:
91680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91681
Key:

Data

{'content': 'brought to trial'}