Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
ὑποδιοικητής
ὑποδιπλάσιος
ὑποδιπλόω
ὑποδίπλωσις
ὑποδίφθερος
ὑποδιψάω
View word page
ὑποδίδωμι
to give way
ShortDef
to give way
Debugging
Headword:
ὑποδίδωμι
Headword (normalized):
ὑποδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
υποδιδωμι
IDX:
91678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91679
Key:
Data
{'content': 'to give way'}