Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
ὑποδιοικητής
ὑποδιπλάσιος
ὑποδιπλόω
ὑποδίπλωσις
ὑποδίφθερος
View word page
ὑποδιδράσκω
escape secretly, evade

ShortDef

escape secretly, evade

Debugging

Headword:
ὑποδιδράσκω
Headword (normalized):
ὑποδιδράσκω
Headword (normalized/stripped):
υποδιδρασκω
IDX:
91677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91678
Key:

Data

{'content': 'escape secretly, evade'}