Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
ὑποδιοικητής
ὑποδιπλάσιος
View word page
ὑποδιαφθείρω
corrupt gradually

ShortDef

corrupt gradually

Debugging

Headword:
ὑποδιαφθείρω
Headword (normalized):
ὑποδιαφθείρω
Headword (normalized/stripped):
υποδιαφθειρω
IDX:
91674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91675
Key:

Data

{'content': 'corrupt gradually'}