Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
ὑποδιοικητής
View word page
ὑποδιατρίβω
delay a little
ShortDef
delay a little
Debugging
Headword:
ὑποδιατρίβω
Headword (normalized):
ὑποδιατρίβω
Headword (normalized/stripped):
υποδιατριβω
IDX:
91673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91674
Key:
Data
{'content': 'delay a little'}