Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
View word page
ὑποδιασύρω
sneer at a little

ShortDef

sneer at a little

Debugging

Headword:
ὑποδιασύρω
Headword (normalized):
ὑποδιασύρω
Headword (normalized/stripped):
υποδιασυρω
IDX:
91672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91673
Key:

Data

{'content': 'sneer at a little'}