Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδιαιρέω
ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
View word page
ὑποδιαστολή
slight stop

ShortDef

slight stop

Debugging

Headword:
ὑποδιαστολή
Headword (normalized):
ὑποδιαστολή
Headword (normalized/stripped):
υποδιαστολη
IDX:
91671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91672
Key:

Data

{'content': 'slight stop'}