Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαιρέω
ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
View word page
ὑποδιασπάομαι
to be somewhat dispersed

ShortDef

to be somewhat dispersed

Debugging

Headword:
ὑποδιασπάομαι
Headword (normalized):
ὑποδιασπάομαι
Headword (normalized/stripped):
υποδιασπαομαι
IDX:
91670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91671
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat dispersed'}