Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαιρέω
ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
View word page
ὑποδιανοέομαι
design secretly

ShortDef

design secretly

Debugging

Headword:
ὑποδιανοέομαι
Headword (normalized):
ὑποδιανοέομαι
Headword (normalized/stripped):
υποδιανοεομαι
IDX:
91668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91669
Key:

Data

{'content': 'design secretly'}