Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαιρέω
ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
View word page
ὑποδιαλείπω
intermit a little

ShortDef

intermit a little

Debugging

Headword:
ὑποδιαλείπω
Headword (normalized):
ὑποδιαλείπω
Headword (normalized/stripped):
υποδιαλειπω
IDX:
91667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91668
Key:

Data

{'content': 'intermit a little'}