Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
ὑπόδησις
ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαιρέω
ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
View word page
ὑποδιάκονος
underservant
ShortDef
underservant
Debugging
Headword:
ὑποδιάκονος
Headword (normalized):
ὑποδιάκονος
Headword (normalized/stripped):
υποδιακονος
IDX:
91664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91665
Key:
Data
{'content': 'underservant'}