Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
ὑπόδησις
ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαιρέω
ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
View word page
ὑποδιακονικός
of or for a ὑποδιάκονος

ShortDef

of or for a ὑποδιάκονος

Debugging

Headword:
ὑποδιακονικός
Headword (normalized):
ὑποδιακονικός
Headword (normalized/stripped):
υποδιακονικος
IDX:
91663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91664
Key:

Data

{'content': 'of or for a ὑποδιάκονος'}