Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
ὑπόδησις
ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαιρέω
ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
View word page
ὑποδιαιρέω
subdivide
ShortDef
subdivide
Debugging
Headword:
ὑποδιαιρέω
Headword (normalized):
ὑποδιαιρέω
Headword (normalized/stripped):
υποδιαιρεω
IDX:
91661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91662
Key:
Data
{'content': 'subdivide'}