Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδημάτιον
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
ὑπόδησις
ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαιρέω
ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
View word page
ὑποδιαίρεσις
subdivision

ShortDef

subdivision

Debugging

Headword:
ὑποδιαίρεσις
Headword (normalized):
ὑποδιαίρεσις
Headword (normalized/stripped):
υποδιαιρεσις
IDX:
91660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91661
Key:

Data

{'content': 'subdivision'}