Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόδημα
ὑποδηματάριος
ὑποδημάτιον
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
ὑπόδησις
ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαιρέω
ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
View word page
ὑποδιαβιβρώσκομαι
to be somewhat corroded

ShortDef

to be somewhat corroded

Debugging

Headword:
ὑποδιαβιβρώσκομαι
Headword (normalized):
ὑποδιαβιβρώσκομαι
Headword (normalized/stripped):
υποδιαβιβρωσκομαι
IDX:
91658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91659
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat corroded'}