Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδηματάριος
ὑποδημάτιον
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
ὑπόδησις
ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαιρέω
ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
View word page
ὑπόδημον
sandal, shoe (late synonym of ὑπόδημα)
ShortDef
sandal, shoe (late synonym of ὑπόδημα)
Debugging
Headword:
ὑπόδημον
Headword (normalized):
ὑπόδημον
Headword (normalized/stripped):
υποδημον
IDX:
91654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91655
Key:
Data
{'content': 'sandal, shoe (late synonym of ὑπόδημα)'}