Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδέχνυμαι
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδηματάριος
ὑποδημάτιον
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
ὑπόδησις
ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαιρέω
ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
View word page
ὑποδηματουργός
sandalmaker

ShortDef

sandalmaker

Debugging

Headword:
ὑποδηματουργός
Headword (normalized):
ὑποδηματουργός
Headword (normalized/stripped):
υποδηματουργος
IDX:
91653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91654
Key:

Data

{'content': 'sandalmaker'}