Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδεσμός
ὑποδεύω
ὑποδέχνυμαι
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδηματάριος
ὑποδημάτιον
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
ὑπόδησις
ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαιρέω
View word page
ὑποδηματορράφος
shoemaker

ShortDef

shoemaker

Debugging

Headword:
ὑποδηματορράφος
Headword (normalized):
ὑποδηματορράφος
Headword (normalized/stripped):
υποδηματορραφος
IDX:
91651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91652
Key:

Data

{'content': 'shoemaker'}